Menu

3 Λόγοι που τα Αυτοάνοσα είναι η Πρώτη Αιτία Νόσου σε Ευρώπη & ΗΠΑ

Ειδικές εξετάσεις εντοπίζουν τους παράγοντες που συνδέονται με την ανάπτυξη και την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων.

Όλο και περισσότεροι άνθρωποι λαμβάνουν τη διάγνωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος σήμερα. Πρόκειται για ασθένειες με σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Η ραγδαία αύξηση τους δεν οφείλεται σε γενετική προδιάθεση, καθώς στα αυτοάνοσα νοσήματα η γενετική προδιάθεση συμβάλλει κατά 25-30% στην ανάπτυξη νόσου[1].

Το υπόλοιπο 70-75% των παραγόντων κινδύνου για την ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος οφείλεται σε μη-κληρονομικούς παράγοντες.

Τι Είναι τα Αυτοάνοσα

Τα αυτοάνοσα είναι χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα χάνει την ικανότητα να αναγνωρίζει τα δικά του κύτταρα και επιτίθεται λανθασμένα στα ίδια τα όργανα και στους ιστούς, που πρέπει να προστατεύσει.

Εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα χρόνιων ασθενειών, όπως η νόσος του Χασιμότο, το σύνδρομο Sjogren, η ατοπική δερματίτιδα, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο λύκος, η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn.

Επηρεάζουν περίπου το 6% του παγκόσμιου πληθυσμού[2]. Ωστόσο η συχνότητα εμφάνισής τους είναι πολύ υψηλότερη στις ανεπτυγμένες χώρες. Το 78% των περιπτώσεων με αυτοάνοσο είναι γυναίκες[3].

Οι 3 Λόγοι που τα Αυτοάνοσα είναι η Κύρια Αιτία Νόσου σε Ευρώπη & ΗΠΑ

1. Διατροφή Χαμηλής Θρεπτικής Αξίας

Η υιοθέτηση λανθασμένων διατροφικών συνηθειών και η κατανάλωση τροφών φτωχών σε θρεπτική αξία, οδηγούν στη συσσώρευση ελλείψεων και μεταβολικών διαταραχών, οι οποίες αποτελούν προδιαθεσικό παράγοντα για την ανάπτυξη αυτοάνοσης νόσου.

Είναι εύκολο να καταλάβουμε τις συνέπειες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν στο σώμα η πλήρης έλλειψη οξυγόνου, νερού ή τροφής. Αυτές γίνονται άμεσα αντιληπτές σε ένα διάστημα λίγων λεπτών, στην περίπτωση έλλειψης οξυγόνου, ή μερικών ημερών και εβδομάδων στις περιπτώσεις έλλειψης νερού και τροφής.

Ωστόσο, η οριακή έλλειψη θρεπτικών συστατικών περνάει απαρατήρητη για πολλά χρόνια μέχρι την εκδήλωση κάποιας ασθένειας. Αλλά και όταν αυτή εκδηλωθεί, είναι πολύ δύσκολο να συνδεθεί με συγκεκριμένη έλλειψη από την στιγμή που οφείλεται σε πολλαπλούς παράγοντες[4-10].

Συνεχόμενα αυξανόμενος αριθμός μελετών, συνδέει τις ελλείψεις θρεπτικών στοιχείων με αυτοάνοσες παθήσεις.

Ενδεικτικά κάποιες από αυτές είναι:

Νόσος του Hashimoto και ασθένειες του θυρεοειδούς: σελήνιο, χρώμιο, βιταμίνη D, ψευδάργυρος.
Ψωρίαση: βιταμίνη D, ωμέγα-3.
Ρευματοειδής αρθρίτιδα: βιταμίνη D.
Αλλεργίες, άσθμα: αφυδάτωση, μαγνήσιο, μεταλλικά στοιχεία, ωμέγα-3.
Διαβήτης: βιταμίνη D, μαγνήσιο, χρώμιο.
Σκλήρυνση κατά πλάκας: βιταμίνη D, βαρέα μέταλλα, απαραίτητα αμινοξέα, αλλοίωση του εντερικού μικροβιώματος.
Κολίτιδα και φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου: αλλοίωση του εντερικού μικροβιώματος.

Ανεπάρκειες σε μικροθρεπτικά συστατικά, καταστέλλουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος, επιδεινώνουν τις φλεγμονές, αυξάνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης αντίστασης στην ινσουλίνη, συνδέονται με διαταραχές της μικροβιακής χλωρίδας, αυξάνουν την ευπάθεια σε λοιμώξεις, επιδεινώνουν την πορεία χρόνιων ασθενειών, όπως τα αυτοάνοσα, τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης, η παχυσαρκία και τα νοσήματα του αναπνευστικού.

Η “κρυμμένη πείνα” περιγράφει την κατάσταση όπου ένα άτομο λαμβάνει επαρκείς θερμίδες, ωστόσο του λείπουν κρίσιμα μικροθρεπτικά στοιχεία, προκαλώντας πολλαπλές διαταραχές στον μεταβολισμό και αυξάνοντας τον κίνδυνο για ανάπτυξη νοσημάτων[9].

Η κρυμμένη πείνα αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για την ιατρική, καθώς οι ελλείψεις αυτές μπορούν να υπονομεύσουν σοβαρά την υγεία χωρίς αρχικά έντονα συμπτώματα. Επηρεάζουν σταδιακά την πορεία και την εξέλιξη χρόνιων ασθενειών, όπως τα αυτοάνοσα και είναι δύσκολο να εντοπιστούν με συμβατικές εξετάσεις.

2. Ανθυγιεινός Τρόπος Ζωής

Συνήθειες του τρόπου ζωής ενός ατόμου σχετίζονται άμεσα με τον κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσου νοσήματος. Το κάπνισμα, η έλλειψη άσκησης και φυσικής δραστηριότητας, καθώς και περιβαλλοντικοί παράγοντες, σε συνδυασμό με την κακή διατροφή και το στρες επηρεάζουν σημαντικά την υγεία ενός ατόμου και συνδέονται με την ανάπτυξη αυτοάνοσων διαταραχών[10].

3. Στρες

Στρες είναι η ορμονική απάντηση του οργανισμού σε μια δυσκολία ή απειλή. Η λέξη στα αγγλικά σημαίνει τεντώνω, ζορίζω, φέρνω κάτι στα όρια του.

Όταν ακούμε τη λέξη στρες οι περισσότεροι από εμάς σκέφτονται συναισθηματικά στρες, όπως το άγχος για οικονομικά προβλήματα, κάποια απώλεια, χωρισμό ή παρόμοια. Όμως επιπρόσθετα του συναισθηματικού στρες, οποιαδήποτε κατάσταση απειλής της επιβίωσης ή απότομη αλλαγή καθιστούν επίσης στρες για τον οργανισμό.

Έτσι μπορούμε να έχουμε μηχανικά στρες όπως ένα χτύπημα, χημικά στρες όπως η έκθεση σε τοξικούς παράγοντες, βιολογικά στρες όπως η έλλειψη ξεκούρασης, στρες που οφείλονται σε φυσικούς παράγοντες όπως η έκθεση σε ακτινοβολίες, στρες που προκαλείται από την έλλειψη ζωτικών συστατικών. Το στρες που προκαλείται από την έλλειψη θρεπτικών συστατικών ονομάζεται μεταβολικό στρες.

Το ανθρώπινο σώμα για να λειτουργήσει φυσιολογικά χρειάζεται σε ιδανική αναλογία οξυγόνο, νερό, μακροθρεπτικά στοιχεία (λίπη, υδατάνθρακες, πρωτεΐνες). μικροθρεπτικά συστατικά (βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, αμινοξέα, λιπαρά οξέα, προβιοτικά, ένζυμα, αντιοξειδωτικά).

Η ιδανική αναλογία των παραπάνω είναι διαφορετική για το κάθε άτομο, αλλά και για το ίδιο άτομο σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του.

Οριακές ελλείψεις του οργανισμού σε μικροθρεπτικά συστατικά, συσσωρεύονται σταδιακά στο χρόνο και οδηγούν σε νόσο.

Σε συνδυασμό με:

τη γενετική προδιάθεση
την αυξημένη κατανάλωση “κενών” θερμίδων. Τροφές που παρέχουν θερμίδες χωρίς όμως να έχουν θρεπτική αξία (γλυκά, αναψυκτικά).
την αλλοίωση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού
περιβαλλοντικούς παράγοντες
την έλλειψη άσκησης

οδηγούν στην εκδήλωση αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών.

Επομένως, η προσπάθεια που καταβάλει το σώμα μας για να ανταποκριθεί στις καθημερινές ανάγκες, ενώ παράλληλα δεν έχει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις, αποτελεί κεντρικό παράγοντα που οδηγεί στην ανάπτυξη αυτοάνοσης νόσου.

Η προσπάθεια που καταβάλει ο οργανισμός μας να ανταποκριθεί και να προσαρμοστεί σε έναν ανθυγιεινό τρόπο ζωής, η μεταβολική κατάσταση ενός ατόμου και οι ελλείψεις του οργανισμού επιδρούν καθοριστικά στην πορεία της υγείας μας και συνδέονται με την ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος[8].

Ειδικές Εξετάσεις Εντοπίζουν την Επίδρασση του Τρόπου Ζωής, των Ελλείψεων του Οργανισμού & της Διατροφής στα Αυτοάνοσα Νοσήματα

Οι συνθήκες ανεπάρκειας θρεπτικών ουσιών, επηρεάζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και φυσιολογικών διαδικασιών του οργανισμού, αυξάνοντας τον κίνδυνο για την ανάπτυξη νόσου.

Είναι ενθαρρυντικό βέβαια, ότι αυτές οι συνέπειες μπορούν να αντιστραφούν διορθώνοντας τις ανεπάρκειες. Έχει αποδειχθεί ότι η επίτευξη επάρκειας μικροθρεπτικών συστατικών, παράλληλα με τη βελτίωση της συνολικής μεταβολικής κατάστασης, παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και την αντιμετώπιση αυτοάνοσων και χρόνιων ασθενειών.

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια είναι διαθέσιμες ειδικές εξετάσεις που μετράνε μικρά μόρια, τα οποία συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού και καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές[9-20].

Οι εξετάσεις μεταβολομικής είναι ένα επιπρόσθετο διαγνωστικό εργαλείο, που αποτυπώνει με ακρίβεια τη μεταβολική εικόνα του ατόμου και τις ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά. Ο εντοπισμός και η διόρθωση των ελλείψεων, με τη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων μικροθρεπτικών συστατικών, βελτιώνει τη συνολική κατάσταση της υγείας και την πορεία χρόνιων προβλημάτων υγείας, όπως τα αυτοάνοσα νοσήματα, τα καρδιαγγειακά, ο διαβήτης και τα νοσήματα του αναπνευστικού συστήματος.

Το είδος των αναλύσεων δεν είναι συγκρίσιμο με τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις. Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που διενεργούνται σε λιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως με πολύ υψηλά στάνταρ.

Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.

Πρόκειται για μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν:

Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο.

Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα): Το 90% της ενέργειας που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα παράγεται σε οργανίδια που βρίσκονται στο εσωτερικό των κυττάρων, τα μιτοχόνδρια. Η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία συνδέεται με το αίσθημα σταδιακά αυξανόμενης κούρασης και εξάντλησης που αισθάνονται οι ασθενείς με αυτοάνοσο.

Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί τις φλεγμονώδεις εξάρσεις των αυτοάνοσων νοσημάτων, διαιωνίζει τη φλεγμονή και συνδέεται με τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας, το αίσθημα κόπωσης και τη δυσλειτουργία του γαστρεντερικού στις ασθενείς με αυτοάνοσο.

Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, επιδεινώνουν την αυτοανοσία και επιταχύνουν την καταστροφή των οργάνων που πλήττονται από το νόσημα. Παράλληλα, αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης εμποδίζουν την καύση του λίπους και συνδέονται με τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς να ρυθμίσουν το βάρος τους.

Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών οι οποίοι επηρεάζουν τις εναλλαγές στη διάθεση και το αίσθημα μελαγχολίας που βιώνουν συχνά οι ασθενείς με αυτοάνοσο.

Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, συνδέεται με τις φλεγμονώδεις εξάρσεις της νόσου και το αίσθημα πόνου που συχνά βιώνουν οι ασθενείς.

Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος, φουσκώματα, κοιλιακή διάταση, εναλλαγή δυσκοιλιότητας με διάρροια, ενώ ταυτόχρονα επηρεάζει τη διάθεση και την ενέργεια των ασθενών με αυτοάνοσο.

Μέσα από τις εξετάσεις σχηματίζεται μια πλήρης εικόνα για την κατάσταση της υγείας του εξεταζόμενου. Εντοπίζονται οι δείκτες που συνδέονται με τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας, την κακή γαστρεντερική λειτουργία, τη δυσκολία ρύθμισης του βάρους, τη χρόνια φλεγμονή και τις εναλλαγές της διάθεσης που βιώνουν οι ασθενείς με αυτοάνοσο.

Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αξιολογούνται από την επιστημονική ομάδα της κλινικής μας, ώστε να διαμορφωθεί το θεραπευτικό πλάνο, που ταιριάζει στον κάθε ασθενή.

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, που ανιχνεύει μικρά μόρια στον οργανισμό, παρέχει ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου.

Με βάση την κλινική μας εμπειρία στους ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, στη διόρθωση των ελλείψεων και στη διατροφή με βάση με τα αποτελέσματα των μεταβολομικών αναλύσεων επιφέρουν:

Βελτίωση της πορείας της νόσου, με αναχαίτιση της περαιτέρω καταστροφής του οργάνου που βάλλεται από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Συχνά παρατηρείται μείωση των επιπέδων των αυτο-αντισωμάτων, όπως στη νόσο του Χασιμότο, στη μυασθένεια στο λύκο κ.ά.
Μείωση του αισθήματος κόπωσης και αύξηση των επιπέδων ενέργειας.
Μείωση της φλεγμονής και του πόνου.
Βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού.
Βελτίωση της διάθεσης και μείωση των έντονων συναισθηματικών μεταπτώσεων, που συνοδεύουν τα αυτοάνοσα.
Βελτίωση της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή.

Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.

Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, βελτιώνουν την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τη φλεγμονή, επιταχύνει τις διαδικασίες επούλωσης και μειώνει τη συμπτωματολογία όπως το αίσθημα πόνου, τη χρόνια κόπωση, τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας που βιώνουν οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα. Σταδιακά οι ασθενείς βελτιώνουν την ποιότητα ζωής τους, και παρατηρούν μια σταθερή βελτίωση.

Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.

Πηγή

Exit mobile version