Menu

6 Κοινά Προβλήματα που Αντιμετωπίζουν οι Ασθενείς με Αυτοάνοσο

ιατί πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, που προσπαθούν να βελτιώσουν την υγεία τους, δεν επιτυγχάνουν τα αποτελέσματα που θέλουν.

Τα αυτοάνοσα νοσήματα διαταράσσουν σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των ατόμων που πάσχουν από αυτά. Παρά τις προόδους στην διάγνωση και στην αντιμετώπισή τους, πολλοί ασθενείς συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα.

Tα αυτοάνοσα είναι χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα λανθασμένα επιτίθεται σε κύτταρα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού.

Πρόκειται για νοσήματα που οφείλονται κατά κύριο λόγο, σε ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται άμεσα με το σύγχρονο τρόπο ζωής και διατροφής[1][2].

Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε τα έξι πιο κοινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα και θα δούμε πώς ο τρόπος ζωής, η διατροφή, οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές επηρεάζουν την υγεία τους.

1. Χρόνια Φλεγμονή

Η χρόνια φλεγμονή είναι χαρακτηριστικό των αυτοάνοσων νοσημάτων. Συμπτώματα όπως πόνος, χαμηλός πυρετός, οίδημα, και κόπωση είναι συνήθη. Η φλεγμονή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά διάφορα συστήματα του σώματος και να επιδεινώσει τα συμπτώματα. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και οι ελλείψεις σε βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία και αντιφλεγμονώδη μικροθρεπτικά συστατικά, που συνοδεύουν τα αυτοάνοσα νοσήματα, δυσχεραίνουν την ικανότητα επούλωσης του οργανισμού και οδηγούν σε χρόνια φλεγμονή.

2. Γαστρεντερικές Διαταραχές

Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσο αντιμετωπίζουν γαστρεντερικά προβλήματα όπως δυσκοιλιότητα, διάρροια, κοιλιακή διάταση και πόνο. Αυτά τα συμπτώματα οφείλονται σε αλλοιώσεις του εντερικού μικροβιώματος και φλεγμονή στα τοιχώματα του πεπτικού συστήματος.

Πρόκειται για διαταραχές που συνδέονται άμεσα με την ανάπτυξη αυτοάνοσου. Το 80% των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος βρίσκονται σε λεμφαδένες, κατά μήκος του γαστρεντερικού συστήματος. Αλλοιώσεις στο μικροβίωμα και στη λειτουργία του εντέρου παίζουν κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτοανοσίας[1].

3. Κόπωση & Έλλειψη Ενέργειας

Η έλλειψη ενέργειας και η κούραση είναι ένα από τα πιο πρώιμα συμπτώματα κατά την εκδήλωση ενός αυτοάνοσου νοσήματος. Το 90% της ενέργειας στο ανθρώπινο σώμα παράγεται στα μιτοχόνδρια. Πρόκειται για οργανίδια που βρίσκονται στο εσωτερικό των κυττάρων και ρυθμίζουν το σύνολο σχεδόν των λειτουργιών του οργανισμού.

Ελλείψεις σε βιταμίνες και μικροθρεπτικά συστατικά και μεταβολικές διαταραχές, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη και η αλλοίωση της μικροβιακής χλωρίδας, επιδρούν στους μηχανισμούς παραγωγής ενέργειας του οργανισμού[3][4].

Τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας και η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πορεία και στην ανάπτυξη αυτοάνοσων ασθενειών. Η ενεργειακή ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσει σε δυσλειτουργία των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, καθιστώντας τα ανίκανα να ρυθμίσουν σωστά την αντίδραση σε φυσιολογικά και παθολογικά ερεθίσματα. Αυτό καταλήγει στην επίθεση ενάντια σε κύτταρα και ιστούς του ίδιου του οργανισμού.

4. Διαταραχές του Σωματικού Βάρους

Ασθενείς με αυτοάνοσο μπορούν να αντιμετωπίσουν διακυμάνσεις στο σωματικό βάρος. Μερικοί μπορεί να είναι λιποβαρείς λόγω κακής απορρόφησης θρεπτικών συστατικών, ενώ άλλοι μπορεί να αντιμετωπίζουν παχυσαρκία λόγω μεταβολικών διαταραχών. Η αντίσταση στην ινσουλίνη και ο χαμηλός μεταβολισμός, οδηγούν στη συσσώρευση σπλαχνικού λίπους και στην αύξηση του σωματικού βάρους. Το σπλαχνικό λίπος είναι ένας ιστός που εκκρί5. Εναλλαγές στη Διάθεση & Μειωμένη Πνευματική Διαύγεια

Η χρόνια φλεγμονή, η έντονη κόπωση, ο χρόνιος πόνος, ελλείψεις σε βιταμίνη D, B1, B12, ψευδάργυρο και αμινοξέα σε συνδυασμό με μεταβολικές διαταραχές που επιβαρύνουν τη λειτουργία του ορμονικού και του νευρικού συστήματος, επηρεάζουν τη διάθεση των ασθενών με αυτοάνοσο.

Ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα βιώνουν συχνά εναλλαγές της διάθεσης, έντονο εκνευρισμό, εξάντληση και μελαγχολία ενώ συχνά αναφέρουν μειωμένη πνευματική διαύγεια και δυσκολία συγκέντρωσης.

Επιπρόσθετα, ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές μπορούν να έχουν άμεση επίδραση στη διάθεση.

6. Αυξημένη Ευαισθησία στις Λοιμώξεις

Οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα μπορεί να εμφανίζουν συχνές λοιμώξεις. Το αναπνευστικό, το γαστρεντερικό, το ουροποιητικό και το δέρμα είναι τα συστήματα που πλήττονται συχνότερα.

Στα αυτοάνοσα υπάρχει δυσλειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το ανοσοποιητικό σύστημα προστατεύει τον οργανισμό από παθογόνα μικρόβια, ιούς, ξένα κύτταρα και χημικές ενώσεις. Η απώλεια της ικανότητας του ανοσοποιητικού να διακρίνει τα δικά του κύτταρα από ξένα στοιχεία, οδηγεί και σε μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι των παθογόνων μικροοργανισμών.

Η λήψη φαρμακευτικών αγωγών που καταστέλλουν το ανοσοποιητικό σύστημα, επίσης αυξάνει την ευαισθησία σε λοιμώξεις.

Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος απαιτούν πληθώρα βιταμινών και μικροθρεπτικών συστατικών για την υγιή λειτουργία και απόκρισή τους, τόσο σε φυσιολογικά όσο και σε παθολογικά ερεθίσματα. Οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα έχουν πολλαπλές ελλείψεις που απορυθμίζουν το ανοσοποιητικό σύστημανει ορμόνες και ουσίες οι οποίες προάγουν περεταίρω τη φλεγμονή και απορρυθμίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
Ο Ρόλος του Τρόπου Ζωής & της Διατροφής

Ο τρόπος ζωής, οι ελλείψεις του οργανισμού και η διατροφή παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων[16][17][18][19][20][21].

Οι ελλείψεις θρεπτικών συστατικών και οι μεταβολικές διαταραχές είναι κεντρικές στην πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων. Η χρόνια φλεγμονή οδηγεί σε εξάντληση των αποθεμάτων βασικών βιταμινών, αντιοξειδωτικών και ανόργανων στοιχείων, όπως η βιταμίνη D, η βιταμίνη C, η το μαγνήσιο, ο σίδηρος, ο ψευδάργυρος και το σελήνιο. Αυτές οι ελλείψεις επιδεινώνουν τα συμπτώματα και μειώνουν την ικανότητα του σώματος να επουλώσει βλάβες.

Οι μεταβολικές διαταραχές, όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία και η αλλοίωση του μικροβιώματος ενισχύουν τη φλεγμονή και συμβάλουν στην ανάπτυξη αυτοάνοσου νοσήματος. Ο εντοπισμός και η διαχείριση αυτών των διαταραχών με ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, στη διόρθωση των ελλείψεων και στη διατροφή είναι κρίσιμες για τη βελτίωση της υγείας των ασθενών.
Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δε διαχειριστούν οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές που εμπλέκονται στην ανάπτυξη των αυτοάνοσων, η πορεία της υγείας των ασθενών, προχωρά σε σταθερή και σταδιακή επιδείνωση μέσα από εξάρσεις και υφέσεις.

Η Συμβολή Νέας Γενιάς Αναλύσεων στην Αντιμετώπιση των Αυτοάνοσων Νοσημάτων

Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες με χαμηλή αποτελεσματικότητα.

Κατά την τελευταία δεκαετία, έχουν βρει ευρεία εφαρμογή ειδικές εξετάσεις οι οποίες μετρούν τα μικρά μόρια – τους μεταβολίτες – που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Αυτές εντοπίζουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές που επηρεάζουν την υγεία αυτών των ασθενών.

Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι εντοπίζουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση και πρόληψη αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων.

Πρόκειται για μια ευαίσθητη μέθοδο μέτρησης, που ανιχνεύει τις ελλείψεις του οργανισμού και τις μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με τη διαχείριση της φλεγμονής, τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και την πορεία αυτής της κατηγορίας ασθενειών[9][10][11].

Το είδος των συγκεκριμένων αναλύσεων διαφέρει από τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις. Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που μετρούν πολύ μικρά μόρια στον οργανισμό και διενεργούνται σε λιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως, με πολύ υψηλά στάνταρ.

Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.

Οι μεταβολομικές αναλύσεις είναι μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν[22][23][24]:

1. Ελλείψεις Θρεπτικών Συστατικών: Όπως οι βιταμίνες, τα μέταλλα και τα αντιοξειδωτικά, που είναι απαραίτητα για τη ρύθμιση της φλεγμονής και την υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος.

2. Μεταβολικές Διαταραχές: Όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη και το οξειδωτικό στρες, που μπορούν να επιδεινώσουν την πορεία της νόσου και της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο.

3. Ανισορροπίες στο μικροβίωμα του εντέρου: συμπεριλαμβανομένων της μειωμένης παρουσίας ωφέλιμων βακτηριδίων και της αύξησης του πληθυσμού δυνητικά παθογόνων μικροοργανισμών, που προκαλούν συστηματική φλεγμονή και διαταραχές στη λειτουργία του ανοσοποιητικού.

4. Διαταραχές στους Μηχανισμούς Επούλωσης, που εμποδίζουν την αποκατάσταση των βλαβών στους ιστούς που πλήττονται από το ανοσοποιητικό σύστημα και οδηγούν σε χρόνια φλεγμονή.

5. Διαταραχές των Μηχανισμών Παραγωγής Ενέργειας: Καταγράφουν την μιτοχονδριακή λειτουργία εντοπίζοντας τα ακριβή σημεία και αίτια δυσλειτουργίας.

Μέσω των μεταβολομικών αναλύσεων, οι γιατροί διαμορφώνουν ένα εξατομικευμένο πλάνο θεραπείας που περιλαμβάνει ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, στη διόρθωση των ελλείψεων, στη διατροφή και στη φαρμακευτική αγωγή.

Αντίκτυπος στην Υγεία των Ασθενών

Η προσέγγιση αυτή μπορεί να έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην υγεία των ασθενών με αυτοάνοσο νόσημα:

1. Μείωση των Συμπτωμάτων: Η διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών μπορεί να μειώσει τον πόνο, τα συμπτώματα που συνδέονται με τη χρόνια φλεγμονή όπως η δυσκαμψία, η κόπωση, η μελαγχολία, οι κατακρατήσεις και δεκατική πυρετική κίνηση, καθώς αυξάνει σημαντικά τα επίπεδα ενέργειας. Το 85% των ασθενών βιώνει μείωση των συμπτωμάτων που οφείλονται στη νόσο.

2. Βελτίωση της Ποιότητας Ζωής: Με την ανακούφιση των συμπτωμάτων, οι ασθενείς συμμετέχουν πιο ενεργά στις καθημερινές τους δραστηριότητες και βελτιώνουν την ποιότητα ζωής τους. Πάνω από το 90% των ασθενών αναφέρουν βελτίωση στην ποιότητα ζωής τους.

3. Μείωση των Εξάρσεων της Νόσου: Η διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών, η βελτίωση της μικροβιακής χλωρίδας και η ενίσχυση των μηχανισμών επούλωσης μειώνουν τη συχνότητα και την ένταση των εξάρσεων της νόσου.

4. Βελτίωση της Γαστρεντερικής Λειτουργίας: ένα από τα πρώτα προβλήματα που βελτιώνονται με τη διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών, είναι η βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού συστήματος και η μείωση συμπτωμάτων που συνδέονται με αυτό (κοιλιακή διάταση, καύσος, δυσκοιλιότητα, διάρροια).

5. Καλύτερη Ανταπόκριση στη Φαρμακευτική Αγωγή: μειώνεται η ανάγκη για συχνές αλλαγές στη φαρμακευτική αγωγή και επιτυγχάνεται καλύτερος έλεγχος με πιο συντηρητικές αγωγές, που έχουν και λιγότερες παρενέργειες.

6. Μακροπρόθεσμη Υγεία: Η αντιμετώπιση των υποκείμενων αιτίων της νόσου μπορεί να συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη υγεία και στη μείωση της ανάγκης για φαρμακευτική αγωγή.

Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.

Καθώς τα αυτοάνοσα χαρακτηρίζονται από τη συνεχή καταστροφή των ιστών και των οργάνων, που πλήττονται από το ανοσοποιητικό η έγκαιρη παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας. Σε αντίθετη περίπτωση, μειώνονται τα οφέλη της παρέμβασης, καθώς αυξάνονται οι βλάβες στα όργανα στόχο.

Έχουμε διαπιστώσει, μέσα από χιλιάδες περιστατικά με αυτοάνοσο νόσημα, ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και μικροθρεπτικά συστατικά, η αποκατάσταση του μεταβολισμού και η ρύθμιση του βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα μπορούν να αλλάξουν ριζικά την πορεία των αυτοάνοσων νοσημάτων, από μια πορεία σταθερής επιδείνωσης, μέσα από εξάρσεις και υφέσεις σε μια σταθερής βελτίωσης.
πηγή

Exit mobile version