Πολλοί ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα έχουν μυϊκή αδυναμία, πόνο στα οστά, χαμηλά επίπεδα ενέργειας, αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων, αναιμία και κακή συνολική φυσική κατάσταση. Πρόκειται για συμπτώματα που οφείλονται σε οριακές ελλείψεις του οργανισμού, οι οποίες συμμετέχουν στην ανάπτυξη της νόσου και επιβαρύνουν την πορεία της υγείας των ασθενών με αυτοάνοσο.
Ορισμένες από τις πιο κοινές ελλείψεις σε μικροθρεπτικά συστατικά σε άτομα με αυτοάνοσες ασθένειες είναι:
Βιταμίνη D: είναι η πιο σημαντική έλλειψη σε ασθενείς με αυτοάνοσο, καθώς έχει ανοσορρυθμιστική δράση. Επηρεάζει τη συχνότητά και την ένταση των φλεγμονωδών εξάρσεων, την πορεία της νόσου και τον κίνδυνο εκδήλωσης επιπρόσθετου αυτοάνοσου νοσήματος.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της θυρεοειδίτιδας Χασιμότο, της σκλήρυνσης κατά πλάκας, της ψωρίασης, του συστηματικού ερυθηματώδη λύκου και της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.
Οι φυσιολογικές τιμές για την D είναι 30-100 ng/mL. Ωστόσο, τα 30 ng/mL, επαρκούν μόνο για την υγιή λειτουργία των οστών. Για τα υπόλοιπα όργανα και ιστούς απαιτούνται τιμές υψηλότερες από 50 ng/mL. Οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, μπορεί να χρειάζονται επίπεδα ακόμη υψηλότερα από αυτά, λόγω δυσλειτουργίας των υποδοχέων της βιταμίνης D που παρατηρείται σε αυτή την ομάδα ασθενών. Η λήψη υψηλών δόσεων πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση με την ταυτόχρονη χορήγηση συμπαραγόντων της D (K2, ψευδάργυρος, μαγνήσιο, ασβέστιο, βόριο, βιταμίνες του συμπλέγματος Β.
Βιταμίνη Β12: Η έλλειψη B12 μπορεί να προκαλέσει νευρολογικά συμπτώματα, όπως μούδιασμα μυρμήγκιασμα, χαμηλά επίπεδα ενέργειας και μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αναιμία σε άτομα με αυτοάνοσο νόσημα. Η βιταμίνη Β12 βρίσκεται σε τροφές ζωικής προέλευσης: κόκκινο κρέας, αυγά, ψάρια και θαλασσινά. Σε περίπτωση που απαιτείται συμπλήρωση οι πιο αποτελεσματικές και απορροφήσιμες μορφές της Β12 είναι η μεθυλκοβαλαμίνη και η υδροξυκοβαλαμίνη.
Σίδηρος: Η αναιμία είναι ένα κοινό πρόβλημα στα αυτοάνοσα νοσήματα, ιδιαίτερα λόγω της χρόνιας φλεγμονής που χαρακτηρίζει αυτή την ομάδα ασθενειών[8][9]. Η ανεπάρκεια σιδήρου μπορεί να προκαλέσει αναιμία, κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης και εναλλαγές στη διάθεση. Η διόρθωση της έλλειψης σιδήρου πρέπει να γίνεται ιδανικά με τη μορφή δυσγλυκινικού σιδήρου, που έχει υψηλό ποσοστό απορρόφησης και δεν προκαλεί παρενέργειες στο γαστρεντερικό[10].
Μαγνήσιο: Το μαγνήσιο συμμετέχει σε πάνω από 600 χημικές αντιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού έχει έλλειψη μαγνησίου. Η έλλειψη του δεν μπορεί να βρεθεί με κοινές εργαστηριακές εξετάσεις και έτσι περνά απαρατήρητη για χρόνια επηρεάζοντας τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος και αυξάνοντας τον κίνδυνο αυτοάνοσων ασθενειών.
Υπάρχουν πολλές μορφές μαγνησίου, που έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά απορρόφησης και επίδρασης στην κινητικότητα του εντέρου. Οι διαφορετικές μορφές του, χρησιμοποιούνται ανάλογα με την κλινική εικόνα και τις μεταβολικές ανάγκες του κάθε ασθενούς. Οι 3 μορφές που έχουν την μεγαλύτερη κλινική εφαρμογή είναι: το κιτρικό, το δυσγλυκινικό και το μαλικό μαγνήσιο.
Σελήνιο: Το σελήνιο είναι σημαντικό για φυσιολογική λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Η έλλειψη του συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης αυτοάνοσων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της νόσου του Graves και της θυρεοειδίτιδας του Hashimoto. Η διόρθωση της έλλειψης σεληνίου μειώνει τα επίπεδα των αντισωμάτων έναντι του θυρεοειδή αδένα. Το σελήνιο πρέπει να χορηγείται σε συνδυασμό με μικροθρεπτικά συστατικά, που συμμετέχουν από κοινού στη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού. Μερικά από τα βασικά μικροθρεπτικά συστατικά που συνεργάζονται με το σελήνιο περιλαμβάνουν: τη βιταμίνη Ε, τον ψευδάργυρο, το χαλκό και το μαγγάνιο.
Ψευδάργυρος: Ο ψευδάργυρος συμμετέχει σε πάνω από 2000 χημικές αντιδράσεις στο ανθρώπινο οργανισμό. Η έλλειψή του επηρεάζει τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, την ικανότητα επούλωσης των ιστών και την ικανότητα διαχείρισης της φλεγμονής. διατήρηση της ακεραιότητας του εντερικού βλεννογόνου. Επιπρόσθετα, η έλλειψη ψευδαργύρου, προκαλεί διαταραχή στην κινητικότητα του εντέρου και επηρεάζει αρνητικά την εντερική χλωρίδα και την ικανότητα επούλωσης του εντερικού βλεννογόνου. Είναι ένα θρεπτικό στοιχείο που βρίσκεται σε τροφές όπως το κόκκινο κρέας, ψάρια και τα θαλασσινά.
Γιατί η Χορήγηση Μεμονωμένων Μικροθρεπτικών δεν είναι Αποτελεσματική
Ο ανθρώπινος οργανισμός για να λειτουργήσει ομαλά, απαιτεί την πρόσληψη ζωτικών συστατικών σε συγκεκριμένες αναλογίες μεταξύ τους.
Οι βιταμίνες και τα μικροθρεπτικά συστατικά λειτουργούν μαζί, συνεργικά. Συμμετέχουν συνδυαστικά σε χιλιάδες χημικές αντιδράσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Έτσι η χορήγηση μίας και μόνης ουσίας δεν αρκεί για να αποκαταστήσει τη φυσιολογική λειτουργία. Η αποτελεσματικότητα της χορήγησης ενός θρεπτικού συστατικού, βασίζεται στην παράλληλη χορήγηση και των συστατικών που λειτουργούν συνδυαστικά με αυτό.
Συνεπώς, η χορήγηση μόνο σεληνίου ή βιταμίνης D ή βιταμινών του συμπλέγματος Β, σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, χωρίς αυτή να συνδυάζεται με την ταυτόχρονη χορήγηση θεραπευτικών δόσεων όλων των μικροθρεπτικών συστατικών, που απαιτούνται για τη διόρθωση των ελλείψεων του οργανισμού, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική και να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην κλινική εικόνα του ασθενή.
Ένας μεγάλος αριθμός μελετών δείχνει ότι η χορήγηση βιταμινών, μεταλλικών στοιχείων (μαγνήσιο, ψευδάργυρος, σελήνιο), προβιοτικών, αντιοξειδωτικών και αμινοξέων, συμβάλλουν στη βελτίωση της κατάστασης της υγείας και της πορείας της νόσου στους ασθενείς με αυτοάνοσο.
Ο εντοπισμός και η διόρθωση των ελλείψεων και των μεταβολικών διαταραχών με ιατρικές παρεμβάσεις που αφορούν στον τρόπο ζωής, στη συμπλήρωση και στη διατροφή σε συνδυασμό με τη λήψη φαρμακευτικής αγωγής στις περιπτώσεις που ενδείκνυται, είναι σημαντικές στη βελτίωση των προβλημάτων υγείας που βιώνουν ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα.
Οι παραπάνω ελλείψεις σε μικροθρεπτικά έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη αυτοάνοσων νοσημάτων. Ωστόσο, συχνά αυτές οι ελλείψεις μπορεί να επιδεινωθούν από την ίδια την αυτοάνοση ασθένεια και τη φαρμακευτική αγωγή.
Γιατί πολλοί Ασθενείς με Αυτοάνοσο Συνεχίζουν να μην Αισθάνονται καλά παρά τη Λήψη Φαρμακευτικής Αγωγής
Τα τελευταία χρόνια νέα φάρμακα, όπως οι βιολογικοί παράγοντες έχουν βελτιώσει την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Ωστόσο, παρά τις νέες ανακαλύψεις σε αυτόν τον τομέα, δεν ανταποκρίνονται ικανοποιητικά όλοι οι ασθενείς στις τρέχουσες φαρμακευτικές θεραπείες.
Χαμηλά επίπεδα ενέργειας, έντονη κόπωση, διαταραχές στη λειτουργία του γαστρεντερικού, δυσκολία στη διαχείριση του σωματικού βάρους, αναιμία, συχνές λοιμώξεις και σταθερή επιδείνωση της συνολικής κατάστασης της υγείας είναι τα πιο κοινά προβλήματα, που παραμένουν ακόμη και μετά τη λήψη της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αυτοάνοσα είναι χρόνια νοσήματα που προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό λόγω ελλείψεων και μεταβολικών διαταραχών που συνδέονται με τον τρόπο ζωής και στη διατροφή.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, το μεταβολικό κομμάτι της νόσου δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς. Αυτό αφορά σε ελλείψεις σε βιταμίνες, μεταλλικά στοιχεία, λιπαρά οξέα, αμινοξέα και μεταβολικές διατραχές όπως η αντίσταση στην ινσουλίνη, η ικανότητα του οργανισμού να επιλύει τη φλεγμονή, η διαταραχή του μικροβιώματος και βλάβες σε επίπεδο μιτοχονδρίων (μικρά οργανίδια στο εσωτερικό των κυττάρων, όπου παράγεται η ενέργεια για τη λειτουργία του οργανισμού).
Σε περίπτωση που δεν εντοπιστούν οι ελλείψεις και οι μεταβολικές διαταραχές που απορρυθμίζουν το ανοσοποιητικό σύστημα και προάγουν τη χρόνια φλεγμονή, η πορεία της υγείας επιδεινώνεται σταθερά, ενώ μειώνεται σημαντικά η απόκριση σε φαρμακευτικές αγωγές που στοχεύουν στην καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος και της φλεγμονής, όπως κορτιζόνη, αντιφλεγμονώδη φάρμακα και βιολογικοί παράγοντες.
Ειδικές Εξετάσεις Καθορίζουν την Αντιμετώπιση των Αυτοάνοσων Νοσημάτων
Ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση των μεταβολικών διαταραχών, μπορεί να γίνει μόνο με τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων που αναλύουν μικρά μόρια στο αίμα. Ανιχνεύονται μεταβολικές διαταραχές που συνδέονται με την πορεία και την εκδήλωση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Η μεταβολική κατάσταση ενός ατόμου είναι ο κύριος παράγοντας κινδύνου εκδήλωσης αυτής της κατηγορίας ασθενειών.
Το είδος των αναλύσεων δεν είναι συγκρίσιμο με τις κοινές εργαστηριακές εξετάσεις.
Πρόκειται για υψηλά εξειδικευμένες εξετάσεις, που διενεργούνται σελιγότερα από 10 εργαστήρια παγκοσμίως με πολύ υψηλά στάνταρ.
Στην Ελλάδα διενεργούνται αποκλειστικά στην κλινική μας.
Οι συγκεκριμένες εξετάσεις ονομάζονται μεταβολομικές αναλύσεις. Μετράνε πολύ μικρά μόρια που συμμετέχουν στις χημικές αντιδράσεις του οργανισμού. Το πλεονέκτημά τους είναι ότι καταγράφουν τις ακριβείς ελλείψεις και μεταβολικές διαταραχές, καθιστώντας έτσι αποτελεσματική την αντιμετώπιση και πρόληψη αυτοάνοσων και χρόνιων νοσημάτων.
Πρόκειται για μια κατηγορία εξειδικευμένων εξετάσεων που ανιχνεύουν περισσότερους από 80 δείκτες, που αφορούν:
Σε ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών: ελλείψεις σε βιταμίνη D, βιταμίνη C, σελήνιο, ψευδάργυρο, αντιοξειδωτικά και ωμέγα-3 συνδέονται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος, της εμφάνισης φλεγμονής και της κατάστασης της υγείας ασθενών με αυτοάνοσο.
Στην παραγωγή ενέργειας στα μιτοχόνδρια (οργανίδια όπου παράγεται ενέργεια στα κύτταρα): η μιτοχονδριακή δυσλειτουργία συνδέεται με κακή λειτουργία του ανοσοποιητικού και του ορμονικού συστήματος και ανάπτυξη αυτοανοσίας. Η μειωμένη απόδοση των μιτοχονδρίων, οδηγεί το ανοσοποιητικό σε υπερ-λειτουργία και σταδιακή έκπτωση της λειτουργίας του.
Σε δυσχέρεια στο μεταβολισμό των απλών ζαχάρων: κατανάλωση απλών ζαχάρων μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να μεταβολίσει ο κάθε οργανισμός, πυροδοτεί φλεγμονές και είναι σημαντικός δείκτης για την πορεία των αυτοάνοσων.
Στην αντίσταση στην ινσουλίνη: η ινσουλίνη λειτουργεί ως κατασταλτικός παράγοντας στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. Αυξημένα επίπεδα ινσουλίνης διαταράσσουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, επιδεινώνουν την αυτοανοσία και επιταχύνουν την καταστροφή των οργάνων που πλήττονται από το νόσημα.
Στο μεταβολισμό των νευροδιαβιβαστών: ουσίες όπως η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η αδρεναλίνη μεταβιβάζουν μηνύματα μεταξύ των κυττάρων και ρυθμίζουν τη λειτουργία του νευρικού και ορμονικού συστήματος. Οι μεταβολομικές αναλύσεις παρέχουν ακριβή εικόνα για την έκκριση των συγκεκριμένων νευροδιαβιβαστών.
Στο μεταβολισμό των λιπαρών οξέων: η σχέση μεταξύ ωμέγα-3 και ωμέγα-6 λιπαρών είναι σημαντικός δείκτης για την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τις φλεγμονές, ενώ παράλληλα παίζουν κεντρικό ρόλο στη ρύθμιση της φυσιολογικής απόκρισης του ανοσοποιητικού συστήματος.
Στην κατάσταση της μικροβιακής χλωρίδας του οργανισμού: αλλοίωση του μικροβιώματος συνδέεται με επιδείνωση της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος και της ικανότητας του να ξεχωρίζει μεταξύ των δικών του ιστών και εξωγενών στοιχείων, όπως παθογόνα μικρόβια και ιοί.
Τα αποτελέσματα των εξετάσεων αξιολογούνται από την επιστημονική ομάδα της κλινικής μας, ώστε να διαμορφωθεί το θεραπευτικό πλάνο, που ταιριάζει στον κάθε ασθενή.
Μέχρι και λίγα χρόνια πριν, η ακριβής καταγραφή των ελλείψεων σε κάθε άτομο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη με τις κλασσικές μεθόδους μέτρησης. Έτσι η διόρθωση τους βασιζόταν σε γενικές οδηγίες. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η ευαίσθητη μέθοδος μέτρησης, που ανιχνεύει μικρά μόρια στον οργανισμό, παρέχει ακριβή εικόνα για την κατάσταση της υγείας ενός ατόμου.
Με βάση την κλινική μας εμπειρία στους ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα, ιατρικές παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, στη διόρθωση των ελλείψεων και στη διατροφή με βάση με τα αποτελέσματα των μεταβολομικών αναλύσεων επιφέρουν:
Βελτίωση της πορείας της νόσου, με αναχαίτιση της περαιτέρω καταστροφής του οργάνου που βάλλεται από το ανοσοποιητικό σύστημα.
Συχνά παρατηρείται μείωση των επιπέδων των αυτο-αντισωμάτων, όπως στη νόσο του Χασιμότο, στη μυασθένεια στο λύκο κ.ά.
Μείωση του αισθήματος κόπωσης και αύξηση των επιπέδων ενέργειας.
Μείωση της φλεγμονής και του πόνου.
Βελτίωση της λειτουργίας του γαστρεντερικού.
Βελτίωση της διάθεσης και μείωση των έντονων συναισθηματικών μεταπτώσεων, που συνοδεύουν τα αυτοάνοσα.
Βελτίωση της ανταπόκρισης στη φαρμακευτική αγωγή.
Συνήθως απαιτούνται 6-8 μήνες για την επίτευξη μιας σημαντικής αλλαγής, ένα έτος για να σταθεροποιηθεί ο οργανισμός σε ένα καλύτερο επίπεδο λειτουργίας και δύο χρόνια για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων.
Μέσα από την κλινική μας εμπειρία έχουμε διαπιστώσει ότι η διόρθωση ελλείψεων του οργανισμού σε βιταμίνες και άλλα στοιχεία και η αποκατάσταση των μεταβολικών διαταραχών, βελτιώνουν την ικανότητα του οργανισμού να διαχειρίζεται τη φλεγμονή, επιταχύνει τις διαδικασίες επούλωσης και μειώνει τη συμπτωματολογία όπως το αίσθημα πόνου, τη χρόνια κόπωση, τα χαμηλά επίπεδα ενέργειας που βιώνουν οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα. Σταδιακά οι ασθενείς βελτιώνουν την ποιότητα ζωής τους, και παρατηρούν μια σταθερή βελτίωση.
Είναι ζωτικής σημασίας η ταχύτερη δυνατή παρέμβαση για την αποκατάσταση των παραπάνω, με στόχο την αναστολή της εξέλιξης της νόσου.